Την 17η Ιουνίου 2025, το Κοινοβούλιο της Εσθονίας (Riigikogu), ενέκρινε την αναθεωρημένη εκδοχή της τροποποίησης του νόμου σχετικά με τις Εκκλησίες και τις ενορίες, που ουσιαστικά ζητούν τη διακοπή των σχέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη χώρα με το Πατριαρχείο Μόσχας.
Η νέα αυτή απόφαση έρχεται μετά την άρνηση του Προέδρου Αλάρ Καρίς να κυρώσει τον αρχικό νόμο στις 24 Απριλίου, επικαλούμενος ανησυχίες σχετικά με τον περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι που κρίθηκαν αντισυνταγματικοί. Ο Πρόεδρος είχε ζητήσει την επανεξέταση του νόμου, ώστε να διασφαλιστεί η συμβατότητά του με το Σύνταγμα της Εσθονίας.
Στις 14 Μαΐου, η Ολομέλεια του Riigikogu αποφάσισε να μην επικυρώσει τον νόμο στην αρχική του μορφή αλλά να προχωρήσει σε τροποποιήσεις. Μετά από περαιτέρω συζητήσεις, το Κοινοβούλιο ψήφισε τον αναθεωρημένο νόμο με 68 ψήφους υπέρ και 17 κατά.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία (πρώην Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας) και η Μονή Πουχτίτσα οι οποίες εξακολουθούν να υπάγονται διοικητικά στο Πατριαρχείο Μόσχας, θα πρέπει να διακόψουν τις σχέσεις με το Πατριαρχείο Μόσχας μέσα σε διάστημα έξι μηνών (το αρχικό νομοσχέδιο έθετε το χρονικό διάστημα σε δύο μήνες).
Σύμφωνα με τις τροποποιήσεις που πρότεινε η αρμόδια επιτροπή, μια εκκλησία, κοινότητα, ένωση κοινοτήτων ή μοναστήρι στην Εσθονία δεν μπορεί να συνδέεται οργανωτικά ή οικονομικά — μέσω των καταστατικών ή των λειτουργικών της εγγράφων — με κανένα ξένο θρησκευτικό κέντρο, διοικητικό όργανο, κοινότητα ή πνευματικό ηγέτη που απειλεί την εθνική ασφάλεια, το συνταγματικό καθεστώς ή τη δημόσια ασφάλεια της χώρας.
Το Κοινοβούλιο διευκρίνισε περαιτέρω τι συνιστά τέτοια απειλή. Σύμφωνα με την διατύπωση του κοινοβουλίου, κίνδυνος για την ασφάλεια ή τη συνταγματική/δημόσια τάξη της Εσθονίας υπάρχει όταν η ξένη θρησκευτική οντότητα υποκινεί, υποστηρίζει ή χρηματοδοτεί ενέργειες που στοχεύουν κατά της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή του συνταγματικού καθεστώτος της Δημοκρατίας της Εσθονίας, ή που υποστηρίζει ή έχει υποστηρίξει στρατιωτικές επιθέσεις· ή καλεί σε πόλεμο, τρομοκρατία, παράνομη χρήση ένοπλης βίας ή βία γενικότερα.
Ειδικά προστέθηκε η φράση «υποκινεί, υποστηρίζει ή χρηματοδοτεί ενέργειες που στοχεύουν κατά της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή του συνταγματικού καθεστώτος της Δημοκρατίας της Εσθονίας».
Η εισηγητική έκθεση τονίζει τη δέσμευση της Εσθονίας να διασφαλίζει τη θρησκευτική ελευθερία και την ελεύθερη επιλογή πίστης, διευκρινίζοντας όμως ότι το κράτος οφείλει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη.
Επιπλέον, ο νόμος προσδιορίζει ποιοι μπορούν να υπηρετούν ως κληρικοί ή να κατέχουν θέσεις στα διοικητικά όργανα των θρησκευτικών οργανώσεων στην Εσθονία. Τα μέλη του κλήρου ή των θρησκευτικών συμβουλίων δεν μπορούν να είναι άτομα που τους απαγορεύεται να διαμένουν ή να παραμένουν στη χώρα.
Επίσης, ο νόμος θέτει προϋποθέσεις για τα καταστατικά των θρησκευτικών οργανώσεων και εισάγει μηχανισμό που επιτρέπει στα μέλη να αποχωρήσουν από μια εκκλησία των οποίων οι δραστηριότητες, τα καταστατικά ή η διοίκηση δεν πληρούν τις νέες νομικές απαιτήσεις.
Οι θρησκευτικοί οργανισμοί θα μπορούν να τροποποιούν τα καταστατικά τους ώστε να συμμορφώνονται με τον νόμο χωρίς την έγκριση των ηγετικών τους οργάνων, αν αυτή ενδέχεται να μην είναι ρεαλιστικά εφικτή.