Σε όλη την ελληνική επικράτεια απλώθηκε από το 1941 έως το 1944 η πιο φριχτή καταπίεση, από τις ορδές των Ναζιστών και από τους υπόλοιπους κατακτητές
Από τον ΣΩΤΗΡΗ ΛΕΤΣΙΟ*
Η κατάληψη της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941 από τα γερμανικά στρατεύματα είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί η πατρίδα μας αντιμέτωπη για τα επόμενα 3,5 χρόνια με τις πλέον οδυνηρές στιγμές της Ιστορίας της. Σε όλη την ελληνική επικράτεια απλώθηκε από το 1941 έως το 1944 η πιο φριχτή καταπίεση, που δεν προερχόταν μόνο από τις ορδές των Ναζιστών αλλά και από τους υπόλοιπους κατακτητές της: Τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους. Στους τελευταίους -ως γνωστόν-είχε ανατεθεί η κατοχή και η διοίκηση περιοχών της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας. Ο ελληνικός λαός υπέφερε εξίσου και στις τρεις ζώνες κατοχής, ενώ τα εγκλήματα που διεπράχθησαν εις βάρος του από τις δυνάμεις του Αξονα παραμένουν έως και σήμερα ατιμώρητα.
Η ζωή των κατοίκων της Αθήνας όπως και των υπόλοιπων μεγάλων αστικών κέντρων άρχισε να επιδεινώνεται μετά τους πρώτους μήνες από την εγκαθίδρυση του κατοχικού καθεστώτος. Από τα μέσα Μαΐου του 1941 αξιωματούχοι του Γραφείου Πολεμικής Οικονομίας της Βέρμαχτ προχώρησαν στην κατάσχεση των βιομηχανικών, των αγροτικών και όλων των εμπορικών προϊόντων -τα οποία ήταν απαραίτητα για την καθημερινή επιβίωση του ελληνικού πληθυσμού προκειμένου να τα αποστείλουν στη Ναζιστική Γερμανία. Για τις επιχειρήσεις που αρνούνταν να συνεργαστούν με τις κατοχικές αρχές, προβλεπόταν η δήμευση και των κινητών τους περιουσιακών στοιχείων. Υπό αυτές τις συνθήκες η ήδη καταπονημένη ελληνική οικονομία οδηγείτο στην πλήρη κατάρρευσή της.
ΠΛΗΡΗΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ
Σε αυτά τα προβλήματα προστίθετο και η απόλυτη αδιαφορία των κατοχικών αρχών και των ελληνικών κυβερνήσεων -που δεν ήταν τίποτε άλλο από θλιβεροί προδότες και συνεργάτες των κατακτητών- για την παροχή πάσης φύσεως βοήθειας στον σκληρά δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Οι μεγάλες πόλεις αφημένες στην τύχη τους οδηγούνταν στη λιμοκτονία. Εξαιτίας των μέτρων που έλαβαν η γερμανική και η ιταλική διοίκηση η μεταφορά τροφίμων από τη μία περιοχή στην άλλη ήταν πρακτικά αδύνατη, με αποτέλεσμα να μην φτάνουν σχεδόν ποτέ στην Αθήνα οι ποσότητες λαδιού που προέρχονταν από την Κρήτη και την Μυτιλήνη.
Όσο δε για τις παραδοσιακά εύφορες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, οι οποίες προπολεμικά κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών σε τρόφιμα για ολόκληρη την χώρα, αυτές τελούσαν υπό βουλγαρική κατοχή. Οι εκεί βουλγαρικές αρχές εφήρμοζαν ανεμπόδιστα το δικό τους σχέδιο για την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου. Εκαναν λοιπόν από την πλευρά τους ό,τι μπορούσαν προκειμένου να μην διοχετευθούν τα παραγόμενα προϊόντα στις υπόλοιπες περιφέρειες της Ελλάδας, ενώ συγχρόνως ενεργούσαν, ώστε οι ποσότητες των τροφίμων να διοχετεύονται στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.
Στα τέλη του 1941 και στις αρχές του 1942 στην Ελλάδα ξέσπασε μια πρωτόγνωρη ανθρωπιστική κρίση. Το πέπλο του θανάτου έπεσε βαρύ πάνω από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Οπως ήταν αναμενόμενο σε μια τέτοια περίπτωση, από τους πρώτους που επλήγησαν ήταν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα: Οι άνεργοι, οι εργάτες, οι συνταξιούχοι και φυσικά τα παιδιά συμπλήρωναν τις λίστες εκείνων, οι οποίοι έχαναν την ζωή τους λόγω της πείνας. Ανάμεσα στα θύματα εκείνης της περιόδου συμπεριλαμβάνονταν και οι στρατιώτες, οι οποίοι είχαν πολεμήσει ηρωϊκά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Πολλοί από αυτούς παρέμεναν ως τραυματίες στους θαλάμους των νοσοκομείων χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς για την αποκατάστασή τους. Την εικόνα της εγκατάλειψης συμπλήρωναν οι υγιείς στρατιώτες -με καταγωγή από την υπόλοιπη Ελλάδα- οι οποίοι δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στον τόπο τους και γίνονταν επαίτες στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά.
«Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί»
Το σκηνικό του θανάτου επικρατούσε σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας. Συγκλονιστικά είναι τα όσα έχει καταγράψει στα απομνημονεύματα του ο Σουηδός διπλωμάτης Πολ Μον, μέλος από το 1942 της αποστολής του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα. Ιδού ένα απόσπασμα από τα όσα αντίκρυσε στους δρόμους της πρωτεύουσας: «Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Οταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τούς σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί».
ΣΥΣΣΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΟΧΑ
Τα πλέον δυσεύρετα είδη στην αγορά της Αθήνας ήταν το λάδι, το τυρί και το αλεύρι. Όσα συσσίτια και εάν είχαν οργανωθεί δεν μπορούσαν να επιλύσουν το πρόβλημα. Ενας μικρός αριθμός τροφίμων, που προέρχονταν κυρίως από την Τουρκία, την Ιταλία και την Ουγγαρία, έφθανε τελικά στην Αθήνα και κατόπιν διανέμετο όπου ήταν αναγκαίο. Μεγάλη ήταν και η προσφορά της Εκκλησίας-παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες-η οποία ίδρυσε τον Δεκέμβριο του 1941 τον Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης. Χάρη στα συσσίτια της ΕΟΧΑ κατάφεραν να διασωθούν από τον λιμό πάρα πολλά παιδιά. Μέσα στο σκοτάδι της Κατοχής πολλοί ήταν εκείνοι που επινοούσαν διάφορες λύσεις -κατάλληλες για την επιβίωσή τους. Στα βασικά είδη διατροφής ήταν τότε η μπομπότα (φτιαγμένη από το καλαμποκάλευρο) όπως και το κουκουτσάλευρο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις καταναλώνονταν ως φαγητό οι σκαντζόχοιροι, οι χελώνες, τα άλογα κ.α. Στα παπούτσια γινόντουσαν συνεχείς επιδιορθώσεις με χρήση κατώτερων υλικών, ενώ τα μεταχειρισμένα ρούχα γνώριζαν τότε ημέρες δόξας. Όσο για τον καφέ συχνά τον έφτιαχναν με… ρεβίθια και βραστά κουκούτσια!
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”