Εκοιμήθη, σε ηλικία 90 ετών, το βράδυ της Κυριακής, 2 Ιουνίου 2024, στη Γενεύη όπου κι έμενε, ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Γεώργιος Τσέτσης.
Ποιος ήταν ο π. Γεώργιος Τσέτσης
Ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικ. Πατριαρχείου π. Γεώργιος Τσέτσης του Θωμά και της Ελένης, το γένος Προύσαλη, γεννήθηκε στο Πικρίδιο (Χάσκιοι) Κωνσταντινουπόλεως, στις 22 Ιουνίου 1934. Προερχόμενος από λευιτική οικογένεια (παππούς και θείος κληρικοί), άρχισε να εθίζεται με το εκκλησιαστικό – λειτουργικό περιβάλλον “εξ απαλών ονύχων”, στο Αναλόγιο της Εκκλησίας της γενέτειράς του Χάσκιοι, του κατά τη βυζαντινή περίοδο γνωστού ως “Πικρίδιο” προαστείου, στην αντίπερα όχθη του Κερατείου κόλπου.
Το 1945, και σε ηλικία 11 ετών, προσλαμβάνεται, επί Πατριαρχίας Βενιαμίν του Α´ ως Κανονάρχης του Πατριαρχικού Ναού, αρχικά δίπλα στον Άρχοντα Πρωτοψάλτη Κωνσταντίνο Πρίγγο και στη συνέχεια κοντά στον Άρχοντα Λαμπαδάριο Θρασύβουλο Στανίτσα. Έτσι, συμψάλλοντας με Στανίτσα και ακούγοντας Πρίγγο, εξοικειώθηκε με το λεγόμενο φαναριώτικο “πατριαρχικό ύφος” του ψάλλειν.
Τα πρώτα μουσικά μαθήματα τα πήρε από τον δάσκαλο του Θρασύβουλο Στανίτσα, από δε το φθινόπωρο του 1949, από τον Κωνσταντίνο Πρίγγο τον οποίο είχε καθηγητή της μουσικής στην Ιερά Θεολογική Σχολή Χάλκης από την οποία αποφοίτησε το 1960. Επί μία πενταετία και μέχρι την αποφοίτησή του από τη Χάλκη, διετέλεσε δεξιός ψάλτης και χοράρχης της φοιτητικής χορωδίας της Θεολογικής Σχολής, διαδεχθείς τον νυν Μητροπολίτη Πέργης, Ευάγγελον Γαλάνη.
Η εναίσιμος επί πτυχίω διατριβή του είχε ως θέμα: « Η Ένταξις των Αγίων εις το εορτολόγιον της Εκκλησίας”. Κατά το ακαδημαικό Έτος 1958-1959 φοίτησε στο οικουμενικό Ινστιτούτο του BOSSEY (Γενεύη). Το 1988 υπέβαλε διδακτορική διατριβή στο τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο Η συμβολή του οικουμενικού Πατριαρχείου στην ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας.
Τον Μάιο του 1961 ενυμφεύθη την Jacqueline Mermoud από την οποία απέκτησε δύο τέκνα, τον Θωμά (1962) και την Αιμιλία (1964).
Εκκλησιαστική Σταδιοδρομία
Τον Ιούλιο του 1960 μέχρι τον Μάιο του 1961 υπηρέτησε στα Γραφεία της Αρχιγραμματείας του Οικ. Πατριαρχείου. Τον Μάιο του 1961 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων Δωρόθεο και διορίστηκε Αρχιδιάκονος της Ιεράς Μητροπόλεως Πριγκηποννήσων. Τον Αύγουστο του 1964 χειροτονήθηκε εις Πρεσβύτερο από τον ως άνω Μητροπολίτη.
Με έγκριση της Ιεράς Συνόδου του Οικ. Πατριαρχείου, τον Ιανουάριο του 1965 προσελήφθη στην Επιτροπή Διεκκλησιαστικής Βοηθείας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στη Γενεύη. Διαδοχικά υπηρέτησε στις εξής επιτελικές θέσεις:
Ιανουάριος 1965 – Οκτώβριος 1967: Βοηθός Γραμματεύς της Γραμματείας Ορθοδόξων Εκκλησιών Μέσης Ανατολής,
Οκτώβριος 1967 – Απρίλιος 1978: Εκτελεστικός Γραμματεύς της Μέσης Ανατολής.
Μάιος 1978 – Δεκέμβριος 1984: Αναπληρωτής Διευθυντής της Επιτροπής Διεκκλησιαστικής Βοηθείας του Π.Σ.Ε. με ειδική ευθύνη τον συντονισμό του Γραμματείων Ασίας, Αφρικής, Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Λατινικής Αμερικής και Ειρηνικού ως προς τα προγράμματα Διεκκλησιαστικής Βοηθείας και Αναπτυξιακών Έργων του Π.Σ.Ε.
Τον Νοέμβριο του 1984 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου διορίζεται από 1.1.1985 Μόνιμος Αντιπρόσωπος του Οικ. Πατριαρχείου στην έδρα του Π.Σ.Ε.
Στα πλαίσια του παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, διετέλεσε μέλος της Εσωτερικής Διοικητικής Επιτροπής (1971-1984), πρόεδρος της Ορθοδόξου Ομάδος Εργασίας (1972-1984), Πρόεδρος της Ομάδος Εργασίας Μέσης Ανατολής (1973-1977), μέλος (1980-1984) και συμπρόεδρος (1983) της Μικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Π.Σ.Ε. – Βατικανού για κοινωνικά ζητήματα. Συμμετέσχε σε Γενικές Συνελεύσεις του Π.Σ.Ε. (Ουψάλα 1968, Ναιρόμπι 1975, Βανκούβερ 1983, Καμπέρρα 1991), του Συμβουλίου Ευρωπαικών Εκκλησιών (ΡΟRTSCHACH 1967, Χανιά 1979, STIRLING 1986, Πράγα 1992, GRAZ 1997) και του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής (Λευκωσία 1974, Βηρυτός 1977), στις Συνόδους της Κεντρικής και Εκτελεστικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε. ως και σε διάφορα άλλα Διαχριστιανικά και Διορθόδοξα Συνέδρια. Στη Γενική Συνέλευση της Καμπέρρα εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε. και εν συνεχεία μέλος και της Εκτελεστικής της Επιτροπής.
Στα πλαίσια της υπηρεσίας του στην Επιτροπή Διεκκλησιαστικής Βοηθείας, επισκέφτηκε επανειλημμένως Εκκλησίες μέλη του Π.Σ.Ε. στον χώρο της Βορείου Αμερικής, της Ευρώπης, της Αφρικής, της Μ. Ανατολής και του Ειρηνικού Ωκεανού.
Υπό την ιδιότητά του ως κληρικού του Οικ. Πατριαρχείου, συμμετέσχε ως γραμματεύον μέλος σε Αντιπροσωπίες της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Ρωσσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ελλάδος, Γεωργίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας (1966, 1976), το Βατικανό (1971) και την Κοπτική Εκκλησία (1972). Συμμετέσχε υπό την ιδιότητα του Θεολογικού συμβούλου της Αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις εργασίες της Β´ Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και της Γ´ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986).
Από το 1970 ως το 1982 και από το 1991 μέχρι σήμερα, διετέλεσε Γραμματεύς του Διοικητικού Συμβουλίου του Ορθοδόξου κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Γενεύη. Κατόπιν παρακλήσεως του Μητροπολίτου Αυστρίας και Εξάρχου Ελβετίας Χρυσοστόμου, και πριν την ίδρυση το 1982 της Ιεράς Μητροπόλεως Ελβετίας, εξυπηρέτησε την Ελληνορθόδοξο παροικία Γενεύης ως άμισθος εφημέριος και Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Αυστρίας (1966-1982).
Φωτό: Οικουμενικό Πατριαρχείο