Το orthodoxtimes.gr έχει τη χαρά να παρουσιάσει στους αναγνώστες του για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, το άρθρο του Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Δρ. Sergii Bortnyk, για τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία, προσφέροντας και πιθανούς τρόπους υπέρβασης του διχασμού μεταξύ των Ορθοδόξων της χώρας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα ουκρανικά και στη συνέχεια στα αγγλικά (μπορείτε να το διαβάσετε εδώ) και σήμερα δημοσιεύεται στα ελληνικά κατόπιν άδειας του αρθρογράφου.
του Δρ. Sergii Bortnyk, Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας
Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν αρκετά έντονες στο θρησκευτικό τοπίο της Ουκρανίας. Αναμφίβολα, το πιο ηχηρό γεγονός ήταν η ψήφιση του νομοσχεδίου υπ’ αριθ. 8371 από το ουκρανικό κοινοβούλιο στις 20 Αυγούστου. Στην τελευταία του εκδοχή, ο τίτλος που χρησιμοποιήθηκε ήταν «Για την Προστασία της Συνταγματικής Τάξης στο Πεδίο Δραστηριοτήτων των Θρησκευτικών Οργανώσεων», αλλά είναι ανεπίσημα γνωστό ως «ο νόμος που απαγορεύει την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (UOC)».
Την έγκριση του νομοσχεδίου απαίτησε σημαντικός αριθμός βουλευτών της αντιπολίτευσης, ιδίως από το κόμμα της «Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης», με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο Πέτρο Ποροσένκο, ο οποίος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ίδρυση της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας (OCU) το 2019.
Στις 23 Ιουλίου 2024, αρκετοί βουλευτές απέκλεισαν ακόμη και το βήμα του κοινοβουλίου επειδή, χωρίς τις ψήφους της παράταξης «Υπηρέτης του Λαού», ήταν αδύνατο να προστεθεί το νομοσχέδιο στην ημερήσια διάταξη. Κατά συνέπεια, το κοινοβούλιο διέκοψε τις συνεδριάσεις για τέσσερις εβδομάδες, για να οριστικοποιήσει το νομοσχέδιο σε μορφή η οποία θα το καθιστούσε αποδεκτό από την πλειοψηφία των βουλευτών.
Μέχρι την ημέρα της ψηφοφορίας, η στήριξη είχε αυξηθεί επαρκώς, συγκεκριμένα 175 βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης (από τους 235) ψήφισαν υπέρ. Από το κυβερνητικό κόμμα προήλθε το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων που υποστήριξαν το εν λόγω νομοσχέδιο, καθώς οι βουλευτές από όλες τις άλλες παρατάξεις μαζί συνεισέφεραν με 92 ψήφους “υπέρ”, ενώ συνολικά 267 βουλευτές υποστήριξαν το νομοσχέδιο από το ελάχιστο απαιτούμενο των 226.
Σε αυτό το στάδιο, αξίζει να σημειωθεί ότι η αντιπολίτευση απαίτησε την έγκριση του νομοσχεδίου, ενώ η πλειοψηφία των ψήφων προήλθε από το κυβερνών κόμμα.
Η υποστήριξη από το κόμμα “Υπηρέτης του Λαού” δεν προκάλεσε έκπληξη, δεδομένης της πορείας του Προέδρου Ζελένσκι προς την «πνευματική ανεξαρτησία», έννοια που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κόμμα του. Η θρησκευτική πολιτική που ακολουθεί άλλαξε το φθινόπωρο του 2022 με τον διορισμό του Viktor Yelensky ως νέου επικεφαλής του κρατικού φορέα που είναι υπεύθυνος για θρησκευτικά θέματα, συγκεκριμένα της Κρατικής Υπηρεσίας της Ουκρανίας αρμόδια για Εθνοτικές Υποθέσεις και Ελευθερία Συνείδησης (γνωστή και ως «DESS»). Η έκφραση του Ζελένσκι «πνευματική ανεξαρτησία» χρησιμοποιήθηκε τόσο πριν όσο και μετά την έγκριση του «νόμου που απαγορεύει την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία», πιθανότατα ενθαρρύνοντας τους βουλευτές να λάβουν μια θετική απόφαση.
Βέβαια, η UOC δεν αναφέρεται ρητά στο έγγραφο, αλλά τα επτά κριτήρια για τη “σύνδεση” (που διατυπώνονται ως τροποποιήσεις του Νόμου “Περί Ελευθερίας Συνείδησης και Θρησκευτικών Οργανώσεων”) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι αναφέρεται σε αυτήν με συγκεκαλυμμένο τρόπο.
Ένα κριτήριο αφορά «στον διορισμό, την εκλογή, την έγκριση και την ευλογία του προκαθήμενου μιας θρησκευτικής οργάνωσης που δραστηριοποιείται στην Ουκρανία» ή «την έγκριση του καταστατικού μιας θρησκευτικής οργάνωσης που δραστηριοποιείται στην Ουκρανία». Σύμφωνα με το καταστατικό της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά την εκλογή νέου προκαθημένου της UOC και για την έγκριση αλλαγών στο καταστατικό της, απαιτείται έγκριση από το Πατριαρχείο Μόσχας.
Μια άλλη διατύπωση αυτής της “σύνδεσης” είναι η “υπαγωγή σε κανονικά ή/και οργανωτικά θέματα” σε έναν ξένο θρησκευτικό οργανισμό που “έχει την ικανότητα να επηρεάζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε επίπεδο διαχείρισης”. Αν και αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται μαζί, η διάκριση μεταξύ “κανονικών” και “οργανωτικών” θεμάτων είναι ζωτικής σημασίας για περαιτέρω εξέταση.
Οι επίσημοι εκπρόσωποι της UOC υποστηρίζουν ότι διέκοψαν τους δεσμούς με τη Ρωσική Εκκλησία στη Σύνοδο που έλαβε χώρα τον Μάιο του 2022 στο Φεοφάνιγια κοντά στο Κίεβο, αν και δεν διακήρυξαν την αυτοκεφαλία τους. Το ψήφισμα της Συνόδου μιλούσε για «πλήρη ανεξαρτησία και αυτονομία».
Οι επικριτές της θέσης που υιοθέτησε η UOC υποστηρίζουν ότι η UOC δεν μετατράπηκε σε μία νέα τοπική εκκλησία μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου. Αντ’ αυτού, παρέμεινε κανονικά μέρος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι εκπρόσωποι της UOC υποστηρίζουν ότι έχει πάψει η διοικητική υπαγωγή (και δεν έχουν ακολουθήσει εντολές ή συστάσεις από τις εκκλησιαστικές αρχές στη Μόσχα για πάνω από δύο χρόνια).
Πρέπει να σημειωθεί ότι η κρατική παρέμβαση σε αμιγώς εκκλησιαστικά θέματα (όπως το θέμα της κανονικής υπαγωγής της UOC στο Πατριαρχείο Μόσχας) υπερβαίνει τις αρμοδιότητες του κράτους αφού, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Συντάγματος της Ουκρανίας, υφίσταται διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους.
Από την πλευρά της UOC, ελλείψει ενεργειών που να επιβεβαιώνουν τη διοικητική εξάρτησή της από τη Μόσχα, η UOC δεν θα πρέπει να εμπίπτει σε αυτόν τον νόμο. Η απόκτηση κανονικής ανεξαρτησίας (μέσω της καθιέρωσης μιας νέας αυτοκέφαλης εκκλησίας) είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, η οποία δεν εξαρτάται μόνο από τη βούληση της UOC. Με άλλα λόγια, δεν διαθέτει κάποιο σαφές σύνολο διαδικασιών για τέτοια ζητήματα αναγνωρισμένο από όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες παγκοσμίως.
Αρκεί να αναφέρουμε ότι η OCU έχει αναγνωριστεί μόνο από τέσσερις από τις δεκατέσσερις τοπικές εκκλησίες πέντε χρόνια μετά την χορήγηση του Τόμου της Αυτοκεφαλίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική, ακόμη και μετά από 50 χρόνια, δεν έχει επιτύχει γενική αναγνώριση του αυτοκέφαλου καθεστώτος της και παραμένει μέρος της Ρωσικής Εκκλησίας στα μάτια του Οικουμενικού Πατριαρχείου και πολλών άλλων τοπικών εκκλησιών, παρά το γεγονός ότι της χορηγήθηκε αυτοκεφαλία από τη Ρωσική Εκκλησία το 1970.
Η Σύνοδος της Κρήτης το 2016, η οποία είχε σκοπό να είναι «πανορθόδοξη», δεν μπόρεσε να εγκρίνει κάποιο έγγραφο σχετικά με τη διαδικασία ως προς την απόκτηση αυτοκεφαλίας από μια νέα εκκλησία, επιβεβαιώνοντας την αρχή της συνοδικότητας στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την ανάδυση μιας νέας τοπικής εκκλησίας. Ως εκ τούτου, ο κανόνας που επικρατεί είναι ότι η Οικουμενική Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης (σ.μ. Οικουμενικό Πατριαρχείο) εξουσιοδοτείται να χορηγήσει αυτοκεφαλία σε μια νέα εκκλησία και μετά η απόφαση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή από άλλες τοπικές εκκλησίες.
Ομοίως, η Κωνσταντινούπολη έχει το δικαίωμα να δέχεται έκκλητο προσφυγή από κληρικούς άλλων τοπικών εκκλησιών (στις οποίες καταφεύγουν κληρικοί με στόχο την αποκατάστασή τους στον εκκλησιαστικό βαθμό τον οποίο έφεραν πριν την καθαίρεσή τους από Ρωσική Εκκλησία για την αντιπολεμική τους στάση). Γενικά, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η Κωνσταντινούπολη ολοένα και περισσότερο ενδυναμώνει τον ρόλο της τα τελευταία χρόνια για την προώθηση της ειρήνης και την επίλυση των συγκρούσεων στον Ορθόδοξο κόσμο.
Αυτές οι εξουσίες της Κωνσταντινούπολης είναι μείζονος σημασίας σήμερα για την επίλυση του ουκρανικού ζητήματος.
Η αρχή της οικονομίας που εφαρμόζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο επέτρεψε σε κληρικούς, οι οποίοι δεν διέθεταν κανονικές αρμοδιότητες στην Ουκρανία, να γίνουν δεκτοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (OCU), διατηρώντας τον εκκλησιαστικό βαθμό τους, πράγμα το οποίο οδήγησε στη δημιουργία της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στα τέλη του 2018. Την εποχή εκείνη, η ηγεσία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (UOC) δεν αναγνώρισε τις εξουσίες που απορρέουν από την Κωνσταντινούπολη και χαρακτήρισε τις αποφάσεις που ελήφθησαν ως “παρέμβαση” στις υποθέσεις μιας «άλλης τοπικής εκκλησίας».
Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, εκείνη την περίοδο, η «άλλη τοπική εκκλησία» ήταν το Πατριαρχείο Μόσχας, ενώ ταυτόχρονα το έδαφος της Ουκρανίας θεωρήθηκε μέρος του κανονικού εδάφους της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σήμερα, πιστεύω ότι πολλοί κληρικοί και πιστοί της UOC θα συμφωνούσαν ευχαρίστως να δοθεί κανονική λύση στο ζήτημα αυτό με σκοπό να σπάσουν τα δεσμά από το «κέντρο εξουσίας της επιτιθέμενης χώρας» που ευλογεί τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας (σήμερα είναι επιτρεπτό να περιγράψει κανείς κατά αυτόν τον τρόπο τη σύνδεση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τη Ρωσική Εκκλησία). Ωστόσο, λείπει το πλαίσιο για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Επομένως, η UOC θα μπορούσε να βγει από την περίπλοκη κανονική της περιπέτεια μέσω της αποδοχής του μεσολαβητικού ρόλου της Κωνσταντινούπολης, αφενός, και μέσω της αναγνώρισης της προθυμίας της να συμβάλλει στην επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ των Ορθοδόξων Χριστιανών στην Ουκρανία, αφετέρου.
Η απλούστερη λύση, που προωθείται ενεργά τόσο από κρατικούς αξιωματούχους όσο και από ακτιβιστές, είναι η ρήξη με τη Μόσχα και η ένταξή της στην OCU, στην οποία, εξάλλου, έχει χορηγηθεί αυτοκεφαλία. Για παράδειγμα, ο Viktor Yelensky, επικεφαλής της DESS, μετά την ψήφιση του νόμου που απαγόρευε την UOC, δήλωσε ότι αν ο Μητροπολίτης Ονούφριος ερχόταν σε επαφή μαζί του, θα του έλεγε ότι θα μπορούσε να «δημιουργηθεί ένα μοντέλο, όπου κανείς δεν θα ταπεινωνόταν, δεν θα προσβαλλόταν, δεν θα κέρδιζε ή δεν θα έχανε και όλοι θα διατηρούσαν τα αξιώματά τους».
Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι η UOC θα εντασσόταν στην OCU.
Αυτή η λύση υποστηρίζεται ενεργά κι εντός της OCU: η ηγεσία της υποστηρίζει τη νομοθετική απαγόρευση της UOC και, όσον αφορά στις εξουσίες της Κωνσταντινούπολης, δηλώνει: «Είμαστε ευγνώμονες για τη βοήθειά σας στην ίδρυση της OCU, αλλά τώρα η Ουκρανία είναι το κανονικό μας έδαφος και δεν έχετε κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνετε στις υποθέσεις μας».
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η λύση θεωρείται απαράδεκτη από την ηγεσία της UOC. Γι’ αυτούς, η OCU παραμένει μια ατελής δομή από άποψη κανονικότητας με εν μέρει παράνομες χειροτονίες επισκόπων και ιερέων. Ως εκ τούτου, η ένταξη στην OCU θα ήταν μια υποχώρηση από τις θεμελιώδεις αρχές της κανονικής τάξης.
Υπάρχει όμως εναλλακτική λύση που θα μπορούσε να βοηθήσει την UOC να επιλύσει την περίπλοκη κανονική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αξιοποιώντας την ίδια αρχή της οικονομίας; Πιστεύω ότι υπάρχει. Κάτι τέτοιο θα περιελάβανε τη συμμετοχή της Κωνσταντινούπολης κατά την έγκριση των απαραίτητων αλλαγών στο κανονικό καθεστώς της UOC. Είναι μείζονος σημασίας ο διάλογος να γίνει μεταξύ της UOC και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και όχι μεταξύ της UOC και της OCU.
Βλέπω δύο σημαντικές ενδείξεις ότι αυτός ο δρόμος θεωρείται εφικτός, ειδικά από την πλευρά της ουκρανικής κυβέρνησης.
Πρώτον, υπάρχουν ενεργείς επαφές με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τις τελευταίες ημέρες, ο Πρόεδρος Ζελένσκι συζήτησε την ανάγκη για «πνευματική ανεξαρτησία» όχι μόνο με τον ουκρανικό λαό γενικά αλλά και προσωπικά με τον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο —τόσο πριν όσο και μετά την έγκριση του νόμου που απαγορεύει την UOC, τόσο σε προσωπικές συναντήσεις όσο και σε τηλεφωνικές συνομιλίες.
Αρκετές επισκέψεις Ουκρανών αξιωματούχων στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες. Μάλιστα, την παραμονή της Ημέρας της Ανεξαρτησίας, που εορτάζεται στις 24 Αυγούστου, αντιπροσωπεία από την Κωνσταντινούπολη επισκέφθηκε την Ουκρανία. Η αντιπροσωπεία από την Κωνσταντινούπολη πραγματοποίησε συναντήσεις με εκπροσώπους διαφόρων Ορθόδοξων κοινοτήτων, όπως τον Μητροπολίτη Ονούφριο και αρκετούς συνοδικούς Μητροπολίτες της UOC οι οποίοι είναι μέλη της Συνόδου, ανήκουν δηλαδή στο ανώτερο κλιμάκιο εξουσίας στην UOC.
Ορισμένα μεροληπτικά ουκρανικά μέσα ενημέρωσης έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τις συναντήσεις αυτές άκαρπες.
Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα ξένα μέσα ενημέρωσης, που αρχικά αναδημοσίευσαν τέτοιες πληροφορίες, αντιλήφθηκαν σύντομα την ανακρίβεια αυτών των πηγών. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τους άμεσα εμπλεκόμενους. Το γεγονός ότι μια τέτοια συνάντηση λαμβάνει χώρα μετά από σχεδόν έξι χρόνια, χωρίς να έχουν υπάρξει πρωτύτερα επίσημες επαφές μεταξύ της UOC και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς και η προθυμία της UOC να συνεχίσει τον διάλογο, αποτελεί ήδη ένα πολύ σημαντικό επίτευγμα.
Το δεύτερο σημάδι που αποδεικνύει τις προσπάθειες αναζήτησης λύσης σχετικά με το κανονικό καθεστώς της ΟΟΕ εντοπίζεται στο ίδιο το κείμενο του νομοσχεδίου υπ’ αριθ. 8371.
Στις «Τελικές και Μεταβατικές Διατάξεις», υπάρχει μια σημαντική σημείωση σχετικά με το χρονοδιάγραμμα των τροποποιήσεων που καλείται να εφαρμόσει η διοικητική δικαιοσύνη, δηλαδή, πότε ακριβώς θα ξεκινήσουν οι νομικές διαδικασίες κατά των δομών της UOC. Το διάστημα είναι μέσα στους επόμενους εννέα μήνες. Στα πρώτα στάδια σύνταξης του νομοσχεδίου (εγείρονταν διάφορα ζητήματα).
Τι μπορεί να κάνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να αποφύγει τη νομοθετική απαγόρευση της UOC, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξελίσσεται ήδη σε παγκόσμιο σκάνδαλο;
Όπως είναι γνωστό, κατά τη στιγμή της χορήγησης του Τόμου Αυτοκεφαλίας, αποφασίστηκε ότι η Ουκρανία δεν ήταν πλέον μέρος της επικράτειας του Πατριαρχείου Μόσχας. Έτσι, η Κωνσταντινούπολη διακήρυξε το δικαίωμά της να προβεί σε κανονικές ενέργειες για την επίλυση της σύγκρουσης που είχε ξεσπάσει.
Παραπάνω μίλησα για την επέκταση των εξουσιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την πρόσφατη υποδοχή του – ακόμη και στην Ουκρανία, την οποία οι αυστηρά δογματικοί θεωρούν ότι είναι αποκλειστικά το κανονικό έδαφος της σημερινής OCU. Η αρχή της οικονομίας, που εφαρμόστηκε προηγουμένως κατά τη δημιουργία της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας, επιτρέπει στην Κωνσταντινούπολη να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των ορθοδόξων πιστών στην Ουκρανία, εάν εξυπηρετεί το γενικότερο συμφέρον της Εκκλησίας.
Τις τελευταίες ημέρες, στο πλαίσιο της επίσκεψης της αντιπροσωπείας της Κωνσταντινούπολης, οι επικριτές της UOC έχουν επανειλημμένως δηλώσει τα εξής: ότι η παρέμβαση της Κωνσταντινούπολης είναι αδύνατη, ότι η χορήγηση ενός δεύτερου Τόμου Αυτοκεφαλίας για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς στην Ουκρανία είναι παράλογη, κλπ. Ωστόσο, η ευημερία της UOC, ως μία από τις μεγάλες Ορθόδοξες εκκλησίες, αν και με τόσο αμφιλεγόμενο κανονικό καθεστώς, δικαιολογεί μια τέτοια παρέμβαση. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της άμεσης επαφής μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της UOC.
Το ελάχιστο που θα μπορούσε να χορηγηθεί θα ήταν καθεστώτος προσωρινής εξαρχίας για εκείνες τις ενορίες ή επισκοπές της UOC που θα ήθελαν εν τέλει να αυτονομηθούν από το Πατριαρχείο της Μόσχας, αλλά δεν είναι έτοιμες να ενταχθούν στην OCU. Σε ιδανικές συνθήκες, εάν οι διαπραγματεύσεις με την ηγεσία της UOC προχωρήσουν με τρόπο εποικοδομητικό, αυτό θα ήταν μια ευκαιρία για την εν λόγω Εκκλησία να διατηρήσει τη δομή της στην Ουκρανία.
Εάν οι διαπραγματεύσεις δεν εξελιχθούν σύμφωνα με το επιθυμητό σενάριο, πέρα από τη θέσπιση απαγόρευσης της νομικής υπόστασης της UOC ως ενιαίας δομής, η ίδρυση μιας προσωρινής εξαρχίας (στην πραγματικότητα, αυτό θα μπορούσε να είναι μια επέκταση των εξουσιών του ήδη υπάρχοντος εξάρχου, Επισκόπου Κομάνων κ. Μιχαήλ) θα ήταν ευκαιρία για το πατριωτικό τμήμα της UOC να αποκηρύξει εν τέλει, και με καθαρή συνείδηση, την κανονική υπαγωγή του στο Πατριαρχείο Μόσχας.
Είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Δεν ξέρω ακόμα. Βέβαια, είναι προφανές ότι μετά από έναν παρατεινόμενο και αιματηρό πόλεμο με τη Ρωσία, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, η παραμονή στο Πατριαρχείο Μόσχας είναι από ηθικής άποψης προβληματική. Στη Σύνοδο του Μαΐου του 2022, η UOC έκανε ένα σημαντικό βήμα· αυτονομήθηκε διοικητικά από την έδρα της στη Μόσχα. Το επόμενο βήμα είναι αλλαγή του κανονικού καθεστώτος της, κάτι που δεν δύναται να συμβεί χωρίς την παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αξίζει να αναλάβει κανείς το ρίσκο για να συνεισφέρει σε αυτόν τον ευγενή σκοπό, δηλαδή την επιδίωξη της συμφιλίωσης των Εκκλησιών στην Ουκρανία, μέσω της χορήγησης νέου κανονικού καθεστώτος στην UOC; Αυτό υποδηλώνουν τα στατιστικά στοιχεία. Εξάλλου, υπάρχει σημαντική απόκλιση μεταξύ της αντίληψης της κατάστασης στην συνείδηση του κοινού και των πραγματικών στατιστικών.
Από τη μια πλευρά, η κοινή γνώμη είναι αρκετά αρνητικά απέναντι στην UOC. Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Οικονομικών και Πολιτικών Μελετών Razumkov που διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2023, η πλειοψηφία των ατόμων που θεωρούν τους εαυτούς τους Ορθόδοξους ταυτίζεται με την OCU (69,4%), ενώ μόνο το 9,2% στηρίζει την UOC («Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας)».
Τρία χρόνια νωρίτερα, σύμφωνα με παρόμοια έρευνα, τα ποσοστά ήταν πολύ διαφορετικά· το 32,2% υποστήριζε την OCU και το 21,9% συντασσόταν με την UOC. Λόγω του πολέμου και του σχηματισμού της συνείδησης του πολίτη, η υποστήριξη για την UOC μειώθηκε 7,5 φορές σε σχέση με την υποστήριξη που λαμβάνει η OCU. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται για μια εκτίμηση του αριθμού των φιλικά διακείμενων στις δύο Εκκλησίες παρά του αριθμού των πραγματικών μελών τους.
Οι κρατικές υπηρεσίες στατιστικής παρέχουν στοιχεία σχετικά με τον πραγματικό αριθμό των μελών. Σε αυτό το σημείο, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η διοικητική πίεση που ασκείται από τις τοπικές αρχές και η κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια έχουν ήδη επηρεάσει σημαντικά τα αριθμητικά στοιχεία υπέρ της OCU. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία είναι από την 1η Ιανουαρίου 2024.
Παρά τον πόλεμο και τις διάφορες μορφές πίεσης, η UOC εξακολουθεί να υπερβαίνει την OCU όσον αφορά στον συνολικό αριθμό των θρησκευτικών οργανώσεων. Συνολικά, η UOC διέθετε 10.919 οργανώσεις, ενώ η ΟΕΟ είχε 8.295 οργανώσεις.
Τα στοιχεία ανά περιοχή είναι πιο εντυπωσιακά: η OCU ξεπερνά την UOC σε αριθμό ενοριών σε μόνο έξι περιοχές της Ουκρανίας, κυρίως στο δυτικό τμήμα της χώρας και ειδικά στη Γαλικία. Η UOC, ωστόσο, επικρατεί σε 18 περιοχές.
Σε ορισμένες περιοχές της πρώτης γραμμής του πολέμου, η UOC υπερβαίνει την OCU κατά 3-4 φορές (περιοχές Σούμι, Χάρκοβο και Τσερνίχιβ). Δυστυχώς, τα τελευταία δύο χρόνια, οι κρατικές στατιστικές υπηρεσίες έχουν σταματήσει να δημοσιεύουν στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των κληρικών, αλλά είναι γνωστό ότι η UOC έχει τουλάχιστον διπλάσιο αριθμό κληρικών σε σχέση με την OCU.
Δεδομένων αυτών των στατιστικών στοιχείων και της παραδοσιακής θέσης της κρατικής ηγεσίας της Ουκρανίας σχετικά με την ανάγκη «επιστροφής στα σύνορα του 1991», μια άνευ όρων απαγόρευση και δίωξη της UOC είναι πιθανότερο να βλάψει την εθνική ασφάλεια παρά να την ωφελήσει.
Ως εκ τούτου, όπως ο προηγούμενος πρόεδρος κατάφερε να λάβει τον Τόμο Αυτοκεφαλίας για την OCU, υπάρχει ελπίδα για θετικές αλλαγές στο κανονικό καθεστώς της UOC στο εγγύς μέλλον. Για διάφορους λόγους, η UOC δεν μπορεί να το επιτύχει μόνη της. Ωστόσο, με τη βοήθεια, την υποστήριξη και την ενθάρρυνση από τις ουκρανικές κρατικές αρχές και την Κωνσταντινούπολη ως τον ανώτερο διαμεσολαβητή στον Ορθόδοξο κόσμο, μια τέτοια ελπίδα δεν είναι όνειρο απατηλό.
Μετάφραση-επιμέλεια: Κωνσταντίνος Μενύκτας – Θάνος Χρυσανθόπουλος