Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ*
Η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Δύση (η προ του Σχίσματος δηλαδή) ανέδειξε μορφές μεγάλων Πατέρων, και συχνά οι Επίσκοποι της Ρώμης υπήρξαν στυλοβάτες της Ορθοδοξίας, σε περιόδους που η Ανατολή ταλανιζόταν από την εμφάνιση μεγάλων αιρέσεων (νεστοριανισμός, μονοφυσιτισμός, μονοθελητισμός ή, αργότερα, η Εικονομαχία). Ετσι, συναντούμε αγιότατες μορφές ορθόδοξων Παπών, όπως του Αγίου Λέοντος του Μεγάλου, του Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, του Αγίου Μαρτίνου που στάθηκε στο πλευρό του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού και καταδικάστηκε μάλιστα μαζί του, ή Επισκόπων όπως του Αγίου Οσίου Κορδούβης ή του Αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων.
Ανάμεσα στους μεγάλους ορθόδοξους Πατέρες της Δύσης ξεχωριστή θέση καταλαμβάνουν οι Αγιοι Ιερώνυμος και Αυγουστίνος. Το έργο καθενός τους υπήρξε καθοριστικό για τη θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας τόσο από τους θεολόγους που το κατανόησαν ορθόδοξα όσο κι από κείνους που το κατανόησαν λανθασμένα (ειδικά του Αγίου Αυγουστίνου), προξενώντας έτσι σοβαρές στρεβλώσεις και οδηγώντας αργότερα σε δογματική απόκλιση από τα ορθόδοξα δόγματα.
Αλλά αυτά είναι ζητήματα που ξεφεύγουν από το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της στήλης αυτής και μόνον ακροθιγώς μπορεί να τα προσεγγίσει. Εδώ θα γίνει μια σύντομη αναφορά στον βίο και στο έργο τους, καθώς και στη μεταξύ τους πνευματική σχέση. Διότι, όπως αναφέρει ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του, οι δύο αυτοί Πατέρες συνδέονταν με στενή πνευματική φιλία και έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό ο ένας προς τον άλλον.
Ο Αγιος Ιερώνυμος, ιλλυρικής καταγωγής, γεννήθηκε στη Στριδώνα της Δαλματίας το 347 μ.Χ. Γόνος ευσεβούς χριστιανικής οικογενείας, πρέπει από παιδί να ήταν πολυτάλαντος και οι γονείς του τον έστειλαν σε ηλικία μόλις επτά ετών στη Ρώμη, να μαθητεύσει φιλοσοφία και ρητορική στον περιώνυμο τότε φιλόσοφο Ρουφίνο, ο οποίος είχε όμως ενστερνιστεί τις κακοδοξίες του Ωριγένη. Ωστόσο, ο Ιερώνυμος αντιλήφθηκε νωρίς την πλάνη του δασκάλου του και απομακρύνθηκε από αυτόν. Σε ηλικία 19 ετών έλαβε το Αγιο Βάπτισμα από τον Επίσκοπο Ρώμης Λιβέριο. Εμαθε άπταιστα πέντε γλώσσες, ελληνικά, λατινικά και εβραϊκά και αργότερα ασσυριακά και περσικά, όπως αναφέρει ο φίλος του Αγιος Αυγουστίνος. Συνέχισε τις σπουδές του στους Τρεβήρους (Τρίερ) και στην Ακυλεία της Τεργέστης, αλλά τον τράβηξε η ασκητική ζωή και αναχώρησε για την Ανατολή, για τα Ιεροσόλυμα και την Αντιόχεια. Λίγο μετά το πέρας των σπουδών του παρασύρθηκε για λίγο από τις κοσμικές απολαύσεις και έζησε έκλυτο βίο, γρήγορα όμως μετανόησε βαθύτατα και αφιέρωσε τον βίο του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Εζησε ασκητικά στην έρημο της Συρίας και, όταν επέστρεψε στην Αντιόχεια, χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο Παυλίνο πρεσβύτερος, παρά τη θέλησή του. Το 380 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τους μεγάλους Αγίους Πατέρες Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης και Αμφιλόχιο Ικονίου. Μένοντας δίπλα τους δύο χρόνια, διδάχθηκε την ορθόδοξη θεολογία και τη γνήσια πνευματικότητα της Εκκλησίας.
Μετέβη για λίγο στη Ρώμη και διετέλεσε αρχιγραμματέας του Πάπα Δαμάσου. Ωστόσο, η κατάσταση που επικρατούσε στα εκκλησιαστικά πράγματα στη Ρώμη δεν τον ανέπαυε και αναχώρησε πάλι για την Ανατολή, ακολουθούμενος από τρεις μαθήτριές του, την Παύλα, την Ευστοχία και τη Μαρκέλλα. Εμεινε στη Βηθλεέμ και έχτισε δύο μοναστήρια κοντά στο Σπήλαιο της Γεννήσεως, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο. Εζησε τον υπόλοιπο βίο του στη Βηθλεέμ, όπου συνέγραψε και τα θεολογικά του έργα. Ξεχωρίζει ανάμεσα στα έργα του η Βουλγάτα, δηλαδή η μετάφραση των κειμένων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στα λατινικά.
Μετέφρασε ακόμα και έργα Ελλήνων Πατέρων στα λατινικά, βοηθώντας έτσι τους δυτικούς να γνωρίσουν τα κείμενα των μεγάλων Θεολόγων της Ανατολής, ενώ συνέγραψε και ερμηνευτικά, δογματικά και αντιαιρετικά έργα και επιστολές.
Προβεβηκώς πλέον στην ηλικία, όταν διάβαζε τα συγγράμματα που είχε γράψει στην νεότερη ηλικία του, έλεγε με ταπείνωση: «Αἰσχύνομαι, γέρων ὤν, ὁρᾶν ὅσα συνέγραψα νέος». Και το έλεγε αυτό, παρατηρεί ο Αγιος Νικόδημος, εννοώντας ότι στην προχωρημένη ηλικία είχε αποκτήσει ακριβέστερη γνώση των πραγμάτων. Αναπαύθηκε το 420 μ.Χ. και η Αγία μας Εκκλησία τον συγκαταρίθμησε στον χορό των μεγάλων Αγίων Πατέρων, τιμώντας τη μνήμη του στις 15 Ιουνίου. Ο σύγχρονός του μεγάλος νηπτικός Πατέρας Αγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος έγραψε γι’ αυτόν: «Ὄντως Ἱερώνυμος τῶν Ὀρθοδόξων ὁ καθηγητής, οὗ τὰ συγγράμματα λάμπουσιν ὡς θεϊκαὶ λαμπάδες ἀναμμέναι, καὶ φλέγουσιν ὡς ἡλιακαὶ ἀκτῖνες, ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς ἕως εἰς τὴν Δύσιν».
*Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”