Του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου
Όταν ένας λαός, όπως είναι ο λαός μας, διαβαίνει επί αιώνες τα μονοπάτια της Ιστορίας, όταν είναι προικισμένος με ιδιαίτερα υψηλές αξίες και ιδανικά, αλλά και κατοικεί σε κρίσιμα γεωγραφικά σταυροδρόμια, που τα εποφθαλμιούν πολλοί, είναι φυσικό στα κατάστιχα της μνήμης του να είναι καταχωρημένα, σε αναρίθμητο πλήθος, γεγονότα, πρόσωπα, ημερομηνίες, αναβάσεις θριάμβου, καταβάσεις οδύνης, νίκες και ήττες, περηφάνια πολλή για αποφάσεις ηρωικές, θρήνος για απώλειες τραγικές.
Σε ένα τέτοιο γεγονός, αφιερώνουμε, αυτή τη φορά, το παρόν τεύχος του περιοδικού μας. Σε μιάν επέτειο με πανελλήνια απήχηση, ίσως την ηρωικότερη επέτειο της υπερτρισχιλιετούς Ιστορίας μας. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την 70η επέτειο από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ που έγινε την 1η Απριλίου 1955.
Είναι ένα ευλαβικό αφιέρωμα σε όσους προσφέρθηκαν ως «αγνά και άμωμα ιερεία» στον βωμό της ελευθερίας της Κύπρου και που βρίσκονται σήμερα στο πάνθεον των αθανάτων. Η αναφορά μας σ’ αυτήν την επέτειο και στους ήρωες του απελευθερωτικού μας αγώνα συνιστά αφορμή εντρύφησης στο παράδειγμά τους και άντλησης διδαγμάτων για το παρόν και το μέλλον.
Αυτό είναι αναγκαίο ιδιαίτερα σήμερα που το εθνικό αισθητήριο έχει αμβλυνθεί, σήμερα που οι ήρωες παραγνωρίζονται και άλλα πρότυπα προβάλλονται στη ζωή. Είναι ένα μάθημα αγάπης προς την πατρίδα και μια προτροπή προς αυτογνωσία.
Το ’55 δεν ήταν, ασφαλώς, η πρώτη φορά κατά την οποία ο Κυπριακός Ελληνισμός εξηγέρθη για την ανάκτηση της ελευθερίας του. Σχεδόν την επομένη της κάθε υποδούλωσης, άρχιζαν τα απελευθερωτικά κινήματα. Η εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Κύπρου ουδέποτε σίγησε, ακόμα και κάτω από τις πιο καταθλιπτικές συνθήκες δουλείας. Όλες οι επαναστάσεις, ακόμα και οι αποτυχημένες, συντήρησαν αναμμένη τη φλόγα. Κι ήταν αυτό και σπουδαίο και απαραίτητο.
Υποταγμένος για οκτώ αιώνες (από το 1191) σε ξένους λαούς, ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν χάρισε την ψυχή του σε κανέναν, αλλά γρηγορούσε συνεχώς. Ούτε και άφησε τη σκουριά της δουλείας να καλύψει το πολύτιμο εθνικό του μέταλλο. Το πάθος της ελευθερίας, καθοριστικό στοιχείο του χαρακτήρα όλων των Ελλήνων, σιγόβραζε μέσα του.
Από την κλασική Ελλάδα όπου διακηρυσσόταν, έργοις και λόγους, ότι «εύδαιμον το ελεύθερον» και «ελεύθερον το εύψυχον», από την παλιγγενεσία του 1821 με το λακωνικό «Ελευθερία ή θάνατος», από το έπος του ’40 με το στεντόρειο «ΟΧΙ», ο Κυπριακός Ελληνισμός πήρε πολλά διδάγματα. Δεν χρειάστηκε οι αγωνιστές του 55-59 να περιπλανηθούν, ούτε και δυσκολεύτηκαν στην αναζήτηση αξιών και στόχων του αγώνα τους.
Οι αξίες και τα ιδανικά που ενέπνευσαν διαχρονικά τους αγώνες των Ελλήνων σ’ όλη την έκταση της Ελληνικής γης για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους ενέπνευσαν κι αυτούς. Η φλόγα που οιστρηλατούσε την ανήσυχη ψυχή τους φούντωσε με την εντρύφηση σ’ αυτές τις αξίες και δεν μπορούσε να τιθασευτεί.
Η ηρωική θυσία όλων, καθώς και όλη η μεγαλειώδης εθνική εξόρμηση της γενιάς του ’55, ήταν πραγματικά αποτέλεσμα της ακράδαντης πίστης στον Θεό, καθώς και καρπός και καταστάλαγμα της μακραίωνης αντίστασης και της εθνικής αντοχής των προγόνων μας.
Ένιωθαν βαριά την παρακαταθήκη 35 Ελληνικών Κυπριακών αιώνων και δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν τις οδύνες των πατέρων τους από τους διωγμούς αιώνων ολόκληρων, ούτε και να κωφεύσουν στη συνείδησή τους, που πρόσταζε την απελευθέρωση του τόπου.
Έτσι, σε χρόνο που ο ξένος δυνάστης εθεωρείτο δυσπολέμητος, ακόμα κι’ από τα ισχυρότερα κράτη του κόσμου, οι Έλληνες της Κύπρου, ένας μικρός λαός και άοπλος, ανέλαβαν το γιγάντιο έργο υπέρ της ελευθερίας και της δικαιοσύνης που έπρεπε άλλοι να είχαν αναλάβει.
Γνώριζαν, βέβαια, από τη μακραίωνη ιστορία μας ότι η ελευθερία αγοράζεται και ζυγίζεται με αίμα και πως είναι πάντα «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη». Γι’ αυτό κι ήταν αποφασισμένοι για κάθε θυσία.
Στα τέσσερα μεγαλειώδη χρόνια του επικού εκείνου αγώνα, από το 1955 μέχρι το 1959, ζωντάνεψαν όλα τα προηγούμενα επιτεύγματα της φυλής στα πρόσωπα των νέων ηρώων.
Ο Αυξεντίου στον Μαχαιρά πολέμησε μόνος, για 9 ολόκληρες ώρες, μ’ έναν ολάκερο στρατό. Στο κάλεσμα των Άγγλων να παραδοθεί, απάντησε όπως κι ο Λεωνίδας: «Μολών λαβέ». Μη μπορώντας οι «πολιτισμένοι» Άγγλοι να τον συλλάβουν, ή να τον σκοτώσουν πολεμώντας αντρίκεια, τον έκαψαν, περιλούοντας με βενζίνη και πυρπολώντας το κρησφύγετό του.
Στον αχυρώνα του Λιοπετρίου τέσσερις ήρωες, πολεμώντας σαν λιοντάρια, αναβιώνουν το Χάνι της Γραβιάς. Κι όταν τους τέλειωσαν τα πολεμοφόδια δεν παραδόθηκαν. Επεχείρησαν ηρωική έξοδο, πέφτοντας νεκροί από τα πυρά των Άγγλων. Στο Δίκωμο, ο Κυριάκος Μάτσης ενσαρκώνει τον Παλαιολόγο. Αρνείται τον συμβιβασμό.
«Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής», ήταν η απάντησή του σε δελεαστική προσφορά για προδοσία. Οι Άγγλοι τον σκοτώνουν ανατινάσσοντας το κρησφύγετό του. Στην Πάφο, ένας έφηβος ποιητής, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης αφήνει τα μαθητικά θρανία κι ανεβαίνει αντάρτης στο βουνό.
Εφαρμόζει έμπρακτα τους στίχους, που ο ίδιος έγραψε προηγουμένως: «Θα πάρω μιάν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια που παν στην λευτεριά». Σε ηλικία 19 ετών ανεβαίνει, με το χαμόγελο στα χείλη, στην αγχόνη και γίνεται αγωνιστικό σύμβολο κι αθάνατος.
Το κλίμα που επικρατούσε τότε στην Κύπρο δίνουν και δημοσιεύματα στον Ελληνικό τύπο:
Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στο άρθρο του «Παιδιά της Κύπρου», στις 7/10/1956 γράφει για τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ: «Μέσα τους υπάρχει πείρα αιώνων, η πείρα μιάς μεγάλης και βασανισμένης φυλής, που πρώτη της ένιωσε την αξία της ελευθερίας. Ένα πλήθος φωνές μιλούν στην καρδιά τους. Είναι πρόγονοι που έκλαψαν, που επαιδεύτηκαν σκληρούς παιδεμούς, που έχασαν τη ζωή τους παραπατώντας μέσα στο σκοτάδι».
Κι ο Δημήτρης Ψαθάς, σε άρθρο του, την επομένη της έναρξης του αγώνα, στις 2 Απριλίου 1955, σημειώνει: «Ο λαός αυτός δεν λογάριασε ποτέ τον αριθμό, τα μέσα και τις διαστάσεις του αντιπάλου. Ίσα – ίσα που η μοίρα του το ̉χει να ορθώνεται ανέκαθεν, μπροστά σε κολοσσούς, όταν πρόκειται για θέματα που αφορούν τη λευτεριά και την αξιοπρέπειά του».
Η Μαρία Ράλλη, στις 4 Απριλίου 1956, στο άρθρο της «Ολόκληρο το νησί είναι ΕΟΚΑ», λέει επιγραμματικά: «Κάθε ράσο στην Κύπρο είναι ένα λάβαρο. Κάθε σήμαντρο, ένα εγερτήριο σάλπισμα».
Εβδομήντα χρόνια ύστερα από την έναρξη του απελευθερωτικού μας αγώνα, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε, σήμερα, το μεγαλείο του. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ είναι για μας τους Κυπρίους μοναδικός και ανεπανάληπτος. Δεν ήταν μια από τις πολλές εξεγέρσεις των Κυπρίων. Υπήρξε μια εξόχως ρωμαλέα εξόρμηση του Κυπριακού Ελληνισμού από την ταπείνωση δουλείας αιώνων στα υψηλά επίπεδα των εθνικών του πόθων.
Ήταν η συνισταμένη όλων των αγώνων του Κυπριακού Ελληνισμού. Και η 70η επέτειος της έναρξής του τροφοδοτεί με εθνική υπερηφάνεια τον καθένα μας. Ο θρυλικός αγώνας του 1955-59 κοσμεί την Ιστορία μας ως μια κορυφαία εκδήλωση αγωνιστικού ήθους και αρετής και ως η τρανότερη απόδειξη της εθνικής ελληνικής καταγωγής μας.
Ομολογούμε, ταυτόχρονα, ότι τιμή και δόξα πρέπει σ’ όλους αυτούς τους ήρωες που ενσάρκωσαν το όραμα αιώνων. Ο θαυμασμός μας προς αυτούς γίνεται μεγαλύτερος όταν αναλογιστούμε το μέγεθος του εγχειρήματος και τις δυσχέρειες που είχαν να αντιμετωπίσουν.
Όλοι αναγνωρίζουν, σήμερα, πως όσα έγιναν κατά τη διάρκεια εκείνου του αγώνα, υπερέβησαν κάθε μέτρο μεγαλουργίας και θα μπορούσαν να συγκριθούν μόνον με τις πράξεις των αρχαίων προγόνων μας, των Σαλαμινομάχων και των Μαραθωνομάχων.
Η μνήμη αυτών των ηρώων, και μόνο γι’ αυτό, θα ‘ναι πάντα «μετ’ εγκωμίων». Γιατί με τη θυσία τους μας διέγραψαν πορεία ζωής και με τη δράση τους περιέγραψαν την αξιοπρέπεια που πρέπει να επιδεικνύουμε ως Έλληνες και ως Χριστιανοί.
Αν τα αποτελέσματα του επικού εκείνου αγώνα δεν ήταν τα αναμενόμενα, δεν φταίει ούτε ο αγώνας, ούτε ο λαός μας. Άμοιροι πολιτικής παιδείας, χωρίς την στήριξη του εθνικού κέντρου και υπό την πίεση των ισχυρών της γης, συρθήκαμε στα πλοκάμια της Αγγλικής διπλωματίας και στα νύχια της Τουρκικής βουλιμίας.
Δεν πρέπει όμως να μηδενίζουμε, ούτε και να υποτιμούμε τα αποτελέσματα του αγώνα. Ο αγώνας εκείνος τερμάτισε την αποικιοκρατία. Κι άφησε ανοικτή την προοπτική της μελλοντικής βελτίωσης της ελευθερίας που επιτεύχθηκε.
Η διχόνοια, όμως, που εμφιλοχώρησε στις ψυχές μας, δεν άφησε να ολοκληρώσουμε τα αποτελέσματα του αγώνα, μάλλον κατέστρεψε, όσα με αγώνες και θυσίες πετύχαμε. Και έτσι ακολούθησε μια άκρως επικίνδυνη εθνική περιπέτεια για τον τόπο μας.
Εβδομήντα χρόνια μετά, τώρα που βλέπουμε, τον απελευθερωτικό μας αγώνα από την άλλη όχθη, σφαδάζοντας κάτω από την πίεση της Τουρκικής κατοχής, έχουμε δύο πράγματα να διδαχθούμε: Απομάκρυνση από προσωπικά συμφέροντα και επιστροφή σ’ ένα κλίμα ιδανικών και αξιών από τη μια, και ξεκάθαρη στοχοθέτηση και αταλάντευτη επιδίωξη του στόχου από την άλλη.
Στόχου που δεν θα διαγράφει 35 αιώνες Ελληνικής παρουσίας στην Κύπρο και που θα εξασφαλίζει την παρουσία μας, με ασφάλεια, στη γη των πατέρων μας στο διηνεκές. Αυτά τα δύο επεδίωξαν οι ήρωές μας και μεγαλούργησαν.
Αυτήν την ανάνηψη κι αυτήν τη στοχοθέτηση οφείλουμε να επιδιώξουμε και μείς, εμπνεόμενοι από το παράδειγμά τους. Η θυσία τους, αποτελεί για μας πυξίδα ζωής και δείκτη πορείας.
Τιμώντας φέτος την ένδοξη επέτειο των 70 χρόνων από την έναρξη του απελευθερωτικού μας αγώνα, καλούμαστε πρώτιστα να συνειδητοποιήσουμε την άκρως επικίνδυνη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η πατρίδα μας και να ενεργήσουμε αποτρεπτικά στην επιβολή των τουρκικών επιδιώξεων.
Βρισκόμαστε, σήμερα, στο παρά πέντε της εθνικής καταστροφής και ψηλαφούμε, ήδη, την Τουρκοποίηση της Κύπρου. Το χρέος της γενιάς μας, όλων των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονται, είναι τεράστιο. Χρειαζόμαστε ανασύνταξη δυνάμεων, αναβάπτιση στο εθνικό παρελθόν, παραδειγματισμό από τη ζωή και τη θυσία των ηρώων μας.
«Αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής» τους, θα πρέπει και εμείς «να μιμούμαστε τον τρόπον». Γι’ αυτό και εύχομαι όπως η μελέτη του παρόντος τεύχους, και συγκεκριμένα η εντρύφηση στα κείμενα του αφιερώματός μας, βοηθήσουν ώστε, εμπνεόμενοι από το παράδειγμα και την αυτοθυσία των προγόνων μας, να συνεχίσουμε και μείς, με πίστη και δύναμη, τον αγώνα μέχρι την απελευθέρωση της πατρίδας μας.
*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 60 (Ιανουάριος – Απρίλιος 2025), σελ. 4-9.