Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου προέστη του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου Κυνηγού οδού Βουλιαγμένης.
Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας τέλεσε την εις Διάκονον χειροτονία του μοναχού π. Ιερωνύμου Καραπιδάκη.
Στην προσφώνηση του νέου Διακόνου ο Αρχιεπίσκοπος, μεταξύ άλλων, είπε: Πρόκειται για έναν νέον άνθρωπο, που τον γνωρίζω εδώ και αρκετό καιρό.
Κατά τη διάρκεια αυτής της γνωριμίας, εξετίμησα το εκκλησιαστικό του ήθος, την αφοσίωσή του στην εκκλησιαστική ζωή, την επιμονή του στη φιλομάθεια. Προ ολίγου καιρού έλαβε και το πτυχίο του από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όλα αυτά παραπέμπουν στην οικογένειά του, στους άξιους γονείς του, που με στοργή και αγάπη τον μεγάλωσαν και σήμερα τον καμαρώνουν ανάμεσά μας, μαζί με μας.
Αγαπητέ μου πατέρα Ιερώνυμε,
αγαπητοί μου χριστιανοί, στην αρχαία Εκκλησία, όλα τα ιερά μυστήρια τελούνταν εντός της θείας Λειτουργίας. Με την πάροδο του χρόνου όμως, όλα αποσυνδέθηκαν, εκτός από το ιερό μυστήριο της Ιεροσύνης. Αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφθούμε ότι τούτο δεν ήταν τυχαίο.
Στην ορθόδοξη παράδοση, ποτέ δεν μπορεί να γίνει μία χειροτονία επισκόπου, ιερέως, διακόνου εκτός της θείας Λειτουργίας. Η ιεροσύνη παραπέμπει πάντοτε στο πρόσωπο του Χριστού. Και ο Χριστός, μετά από τη Σάρκωσή Του, δεν νοείται χωρίς και την ανθρώπινη φύση Του. Δεν νοείται χωρίς τη Σύναξη των πιστών, την Εκκλησία.
Γι’ αυτό και η ιεροσύνη είναι συνδεδεμένη με τη διακονία του λαού του Θεού, είτε μέσα από το λειτούργημα του διακόνου, είτε του ιερέα, είτε του επισκόπου. Βεβαίως, μέσα στη ζωή της Εκκλησίας διαμορφώνεται μία συγκεκριμένη ιεραρχία, το κέντρο της οποίας είναι ο επίσκοπος σε κάθε τοπική Εκκλησία. Για παράδειγμα, ο ιερέας δεν μπορεί να τελέσει τίποτε χωρίς να μνημονεύσει το όνομα του επισκόπου.
Η χειροτονία λοιπόν σήμερα του αδελφού μας Ιερωνύμου εις διάκονον μας οδηγεί στις παρακάτω σκέψεις. Πριν λίγο, συνδέσαμε την ιεροσύνη με τη θεία Λειτουργία και τη διακονία του λαού του Θεού. Διακονία όμως σημαίνει φροντίδα, υπηρεσία, βοήθεια, εξυπηρέτηση, μέριμνα. Και το μοναδικό τέλειο πρότυπο διακονίας και διακόνου είναι μόνον ο Χριστός, με βάση τη διδασκαλία της Εκκλησίας.
Αλλά διαφέρει αυτή η διακονία από τις άλλες διακονίες, μέριμνες, φροντίδες, εξυπηρετήσεις, που παρέχουν η Πολιτεία και οι κοινωνικοί θεσμοί; Υπάρχει διαφορά; Υπάρχει, και την ειδοποιό διαφορά της διακονίας αυτής την αποκαλύπτει ο Ίδιος ο Χριστός, με τη ζωή και τα λόγια του. «Δεν ήρθα για να διακονηθώ αλλά για να διακονήσω». «Ήλθα για να χαρίσω αιώνια ζωή και περίσσευμα ζωής».
Στη λεγόμενη Αρχιερατική Προσευχή στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, στο 17ο κεφάλαιο, ο Χριστός μας αποκαλύπτει τη σχέση Του με τον Πατέρα Του και τη σχέση Του με τους ανθρώπους. Εκεί αναγγέλλει στους μαθητές Του και τους προετοιμάζει για την αποστολή τους, με το να τους μυσταγωγήσει στη δική Του αποστολή, που δεν ήταν άλλη από το να δώσει ζωή στους ανθρώπους. Εκεί αποκαλύπτει ότι η αποστολή Του ως Θεανθρώπου ήταν να δώσει «ζωήν αιώνιον» στους ανθρώπους, γνωρίζοντας τους μαθητές Του με τον Θεό Πατέρα Του. Και η αιώνια ζωή είναι προέρχεται μόνον από τον Θεό. Και συνεχίζει ο Χριστός να προσεύχεται στον πατέρα Του, λέγοντας ότι: «Φανέρωσα το όνομά σου στους μαθητές που εσύ απέσπασες από τον αμαρτωλό κόσμο». Και παρακάτω: «Όπως Εσύ απέστειλες εμένα στον κόσμο, έτσι κι εγώ απέστειλα τους μαθητές μου στον κόσμο».
Επομένως, η αποστολή των Αποστόλων και των διαδόχων των είναι να χαρίσουν ζωή στον κόσμο. Θα μπορούσε όμως κάποιος να ρωτήσει: «Δεν έχουν ζωή οι άνθρωποι;».
Βεβαίως υπάρχει μία βιολογική ζωή. Αλλά ο Χριστός μιλά για την αιώνια ζωή. Η πρωταρχική κλήση του Θεού προς τον άνθρωπο για αιώνια ζωή δεν πραγματοποιήθηκε λόγω του προπατορικού αμαρτήματος.
Από τότε, ο κόσμος καταδυναστεύεται από τη φθορά και τον θάνατο. Η φθορά και ο θάνατος εκδηλώνονται και με τον τερματισμό της βιολογικής ζωής, αλλά και με τη διατάραξη των διαπροσωπικών σχέσεων με τους συνανθρώπους μας και το περιβάλλον. Αυτό εκφράζεται στους πολέμους, στις καταστροφές, στις αρρώστες, στο μίσος και την κακία που μας ταλαιπωρεί. Τότε είναι που η ζωή του ανθρώπου δεν έχει νόημα.
Σε αυτόν τον κόσμο όμως, ο Χριστός έρχεται για να δώσει ζωή στον άνθρωπο και νόημα. Αλλά αυτή η αιώνια ζωή καθαυτήν ταυτίζεται με τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού. Η είσοδος στη Βασιλεία Του όμως προϋποθέτει τη μετάνοια: «Μετανοείτε· ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουρανών».
Η μετάνοια είναι μία στάση ζωής, μία μεταστροφή προς την αλήθεια. Για μας η αλήθεια είναι ο Χριστός. «Εγώ ειμι η οδός, η αλήθεια και η ζωή». Η στροφή λοιπόν αυτή προς την αλήθεια και τον Χριστό συγχωρεί κάθε προβληματικό παρελθόν μας. Επομένως, η αποστολή της ιεροσύνης κυρίως είναι να αναγγέλλει στον κόσμο πως θα ζήσει αιώνια. Μία αιωνιότητα, που αρχίζει από αυτήν τη ζωή, εάν τηρούμε τις εντολές του Χριστού.
Η κύρια και πρωταρχική εντολή του Χριστού είναι: «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον όπως σας αγάπησα εγώ». Και η αγάπη, την οποία μας αναγγέλλει ο Χριστός, δεν σχετίζεται με το να αγαπάμε εκείνους που μας αγαπούν μόνον, αλλά να αγαπάμε και να συγχωρούμε εκείνους που μας μισούν.
Οι ιερείς, όπως και όλοι οι χριστιανοί αντίστοιχα, καλούνται μέσα από την καθημερινότητά τους να προβάλλουν αυτόν τον τρόπο ζωής του Χριστού.
Όμως, επειδή είμαστε άνθρωποι, συχνά αποτυγχάνουμε. Η προοπτική και ο τρόπος λειτουργίας της ιεροσύνης, που περιγράψαμε, συχνά αδυνατίζει από τις δικές μας ανθρώπινες αδυναμίες.
Γι’ αυτό, η μέγιστη μάχη κάθε χριστιανού, και ιδίως κάθε ιερωμένου, βρίσκεται στο να δίνει προτεραιότητα όχι στο δικό του θέλημα, αλλά στο θέλημα του Χριστού. Όπως λένε οι μεγάλοι ασκητές, για να συμβεί αυτό, να βάλεις δηλαδή σε προτεραιότητα το θέλημα του Θεού κι έτσι να λάβεις πνεύμα Χριστού, πρέπει να δώσεις αίμα.
Αγαπητέ μου πατέρα Ιερώνυμε,
όπως θα έχεις ήδη καταλάβει, η ιεροσύνη είναι μία πορεία σε τεντωμένο σκοινί, είναι μία σχοινοβασία, ιδιαιτέρως στους ρευστούς και αβέβαιους καιρούς μας. Και ο μόνος τρόπος να την υπηρετήσεις πιστά είναι μέσω της υπακοής και της ταπείνωσης.
Αυτές τις σκέψεις, όσο μπορείς, κράτησέ τις μέσα στην καρδιά σου και είμαι σίγουρος ότι, παρά τις όποιες αντιξοότητες που αναπόφευκτα θα δοκιμάζεις, να επιμένεις να επιλέγεις πάντοτε το θέλημα του Θεού από το όποιο δικό σου θέλημα.