Η τέταρτη ημέρα των εργασιών της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Αντιοχείας στο Μπαλαμάντ συνεχίστηκε με σειρά θεματικών συνεδριών διαλόγου, τις οποίες συντόνισε η δημοσιογράφος Ζέινα Γιαζίτζι.
Η πρώτη συνεδρία, με τίτλο «Ισλαμικές-Χριστιανικές Σχέσεις», περιελάμβανε παρεμβάσεις του δρα Μοχάμεντ Σαμμάκ, Γενικού Γραμματέα της Εθνικής Ισλαμοχριστιανικής Επιτροπής Διαλόγου στον Λίβανο, της κ. Ασμά Καφτάρο, μέλους του Γυναικείου Συμβουλίου της Συρίας, και του καθηγητή Τζορτζ Τάμερ, ακαδημαϊκός με ειδίκευση στη Φιλοσοφία και τις Ισλαμικές Σπουδές.
Οι ομιλητές τόνισαν ότι στην Ανατολή «ζούμε ως ένα έθνος με πολλές θρησκείες, εθνότητες και παραδόσεις». Επισήμαναν ότι η συνύπαρξη και η κοινωνική ειρήνη δεν αποτελούν θεωρητικές έννοιες, αλλά βιωματικές αξίες που εκφράζουν την ενότητα της βούλησης και τη διαφορετικότητα των ταυτοτήτων.
Τόνισαν επίσης ότι οι Χριστιανοί αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εθνικού ιστού και κάλεσαν σε ανοιχτό, εποικοδομητικό και ρεαλιστικό εκκλησιαστικό λόγο, ο οποίος αντίκειται στη ρητορική του αποκλεισμού και προωθεί πρακτικές πρωτοβουλίες, όπως συναντήσεις, κοινές δράσεις και δημόσιους διαλόγους, σε ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Τέτοιες πρωτοβουλίες, όπως σημειώθηκε, αναδεικνύουν τη μακραίωνη παράδοση συνύπαρξης ως εγγύηση κοινωνικής και εθνικής σταθερότητας και υπογραμμίζουν τον καίριο ρόλο της Ορθοδοξίας στην οικοδόμηση γεφυρών εμπιστοσύνης και κατανόησης ανάμεσα σε θρησκευτικά και εθνοτικά διαφορετικές κοινότητες.
Η δεύτερη συνεδρία, με τίτλο «Κοινωνική Μέριμνα σε Περιόδους Κρίσης», περιελάμβανε εισηγήσεις του Αρχιμανδρίτη Μελετίου Σατάχι, Διευθυντή του Τμήματος Οικουμενικών Σχέσεων και Ανάπτυξης (GOPA-DERD), της κοινωνικής λειτουργού Ντόρις Μπέντλεϊ Αντούν, και της κ. Ρούμπα Χούρι, επικεφαλής της Νορβηγικής Εκκλησιαστικής Αποστολής στη Συρία και τον Λίβανο.
Οι ομιλητές τόνισαν ότι στις δύσκολες περιόδους, η Εκκλησία παραμένει πιο κοντά από ποτέ στον άνθρωπο, προσφέροντας στήριξη ψυχολογική, υλική και πνευματική και κινητοποιώντας όλους τους διαθέσιμους πόρους, εντός και εκτός συνόρων.
Όπως σημειώθηκε, η φιλανθρωπική αυτή διακονία δεν αποτελεί προσωρινή αντίδραση σε κρίσεις, αλλά έμπρακτη έκφραση του οράματος της Εκκλησίας για τον συνάνθρωπο —όποιος κι αν είναι αυτός—, αντανακλώντας την ουδέτερη ταυτότητά της, που δεν κάνει διακρίσεις σε χρώμα, καταγωγή ή πίστη.
Αναδείχθηκε επίσης η ιστορική συμβολή της Αντιοχειανής Εκκλησίας στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης μέσω της προσφοράς και της κοινωνικής πρόνοιας. Όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε: «Αν ο λόγος μπορεί κάποιες φορές να αποτύχει, η πράξη της αγάπης δεν αποτυγχάνει ποτέ, γιατί ριζώνει στην ηθική του Ευαγγελίου».
Η συζήτηση επικεντρώθηκε ακόμη στις ποικίλες κοινωνικές ανάγκες, όπως υγεία, εκπαίδευση, αντιμετώπιση ανεργίας και στήριξη οικογένειας, και παρουσιάστηκαν παραδείγματα δράσεων, όπως κοινωνικά και υγειονομικά κέντρα, συσσίτια αγάπης, ταμεία αλληλεγγύης και υποτροφίες, καθώς και πρωτοβουλίες διασύνδεσης των εκτοπισμένων οικογενειών με ενορίες της Διασποράς για συνεχή ποιμαντική μέριμνα.
Η τρίτη και τελευταία συνεδρία, με τίτλο «Η Εκκλησία σε Καιρό Δοκιμασίας: Κίνδυνοι, Προκλήσεις και Δρόμοι Αναγέννησης και Ενθάρρυνσης», πραγματοποιήθηκε με εισηγητή τον καθηγητή και νομικό Καρόλ Σάμπα.
Ο κ. Σάμπα επισήμανε ότι «ο σύγχρονος κόσμος, Ανατολής και Δύσης, βιώνει πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική εξάντληση», η οποία γεννά νέες προκλήσεις και κινδύνους. Η Εκκλησία, είπε, καλείται να τους αντιμετωπίσει με προνοητική όραση και δυναμικές πρωτοβουλίες, μεταβαίνοντας από τη στάση της αμυντικής αναμονής στη στάση της ενεργής παρουσίας και ηγεσίας.
Ο εισηγητής επαίνεσε τη σοφή πρωτοβουλία του Πατριάρχη Ιωάννη Ι’, ο οποίος επιδιώκει να υφάνει τα πρώτα νήματα ενός εκκλησιαστικού δικτύου ασφάλειας, ενωτικού για ποιμένες και ποίμνιο, μέσα από διάλογο και ανταλλαγή εμπειριών.
Τόνισε, τέλος, ότι η Αντιοχειανή Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μοναδικά τοποθετημένη για να επιτελέσει αυτόν τον ενοποιητικό ρόλο, ως η αρχαιότερη Εκκλησία που οικοδομήθηκε πάνω στην πολυμορφία και πάντοτε συγκέντρωνε όλους κάτω από τις πτέρυγές της ανεξαρτήτως εθνότητας ή καταγωγής.
«Μόνο αν σταθούμε ενωμένοι», κατέληξε, «θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια δημοκρατική πατρίδα, όπου όλοι οι άνθρωποι θα ζουν με ειρήνη και ευημερία».















