Ένα πρωτογενές υλικό που περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό εν θερμώ καταγεγραμμένων αποκαλύψεων, συγκινητικές επιστολές και επιστολικά δελτάρια, σημειωματάρια, σκίτσα και ημερολόγια, στρατιωτικές αναφορές αλλά και δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις
«Ο εθναπόστολος ποιητής Σπύρος Ματσούκας ανέλαβε να εμψυχώσει τους φαντάρους. Στη Θεσσαλονίκη εισήλθε πανηγυρικά από τους πρώτους, απόθεσε το δαφνοστεφανωμένο όπλο του στην Αγία Τράπεζα του Ι. Ναού του Αγίου Μηνά και έψαλε το “Χριστός Ανέστη”!»
Από τον ΣΩΤΗΡΗ ΛΕΤΣΙΟ*
Hταν Οκτώβριος του 1912 όταν ξεκινούσε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος και στα πεδία των μαχών γραφόντουσαν νέες σελίδες δόξας για τον ελληνικό στρατό, ο οποίος μαχόταν για την απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών σε Ηπειρο και Μακεδονία. Λίγο έως πολύ τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της περιόδου είναι γνωστά στο ευρύτερο κοινό. Αυτό όμως που δεν έχει φωτιστεί στο βαθμό που θα έπρεπε έχει σχέση με τις προσωπικές αφηγήσεις των πρωταγωνιστών -επώνυμων και μη- οι οποίοι με αυτοθυσία και θάρρος πάλεψαν και σε πολλές περιπτώσεις υπερέβησαν εαυτούς, άντεξαν τις κακουχίες και στάθηκαν αντάξιοι των κατορθωμάτων των προγόνων μας.
Έως τώρα γνωρίζουμε την αντιμετώπιση και την καταγραφή των γεγονότων μέσα από την οπτική της ιστοριογραφίας -παλαιάς και νεότερης. Αξίζει ωστόσο να αναδειχθούν και οι μαρτυρίες των Eλλήνων μαχητών από το μέτωπο, αφού αποτελούν ένα πρωτογενές υλικό και σε αυτές αποτυπώνεται η ένταση των συναισθημάτων και ο αντίχτυπος των γεγονότων. Για αυτό τον τομέα πολύτιμες πληροφορίες προσφέρει το βιβλίο που συνέγραψε η κ. Ελένη Δημητρίου και έχει τίτλο: «Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Εμπειρία, αφηγήματα, διεκδίκηση της μνήμης». Το βιβλίο αποτελεί γόνιμο καρπό μιας πολυετούς έρευνας της κ. Δημητρίου και αποσκοπεί μεταξύ άλλων στην ενίσχυση της ιστορικής μνήμης μέσα από την αξιοποίηση του βιώματος και της εμπειρίας.
ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Όπως τονίζει η κ. Δημητρίου η ιστοριογραφία για τους Βαλκανικούς Πολέμους περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό εν θερμώ καταγεγραμμένων μαρτυριών, επιστολές και επιστολικά δελτάρια, σημειωματάρια, σκίτσα και ημερολόγια, στρατιωτικές αναφορές και ανταποκρίσεις δημοσιογράφων από το μέτωπο. Οι μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν στο διάστημα ενός αιώνα και πλέον που πέρασε από τότε έως και τις ημέρες μας, ανήκουν αφενός σε άνδρες που υπηρέτησαν ως οπλίτες ή βαθμοφόροι και αφετέρου σε πολιτικούς, δημοσιογράφους, διπλωμάτες, κληρικούς, διανοούμενους, κυρίες της υψηλής κοινωνίας κ.α. Οι περισσότερες πολεμικές αφηγήσεις προέρχονταν από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς και λιγοστούς οπλίτες. Κοινό στοιχείο αυτών των πρώτων μαρτυριών για τους Βαλκανικούς Πολέμους είναι ο θριαμβολογικός και εγκωμιαστικός τόνος, που προέκυψε από την επίγνωση του γεγονότος ότι οι μαχητές με την δράση τους έγραψαν ιστορία. Συχνά περιγράφονταν συγκινησιακά φορτισμένες μάχες και σκηνές απελευθέρωσης πληθυσμών. Οι αφηγήσεις ήταν προσανατολισμένες στο ελπιδοφόρο -κατά την αντίληψη των μαχητών- μέλλον και παρουσίαζαν τους Βαλκανικούς Πολέμους ως μια υποσχόμενη αρχή.
Θεματικά στις μαρτυρίες αυτές κυριαρχεί η καταγραφή του πολέμου ως κακοπάθειας, που εμπεριέχει τη σωματική καταπόνηση, τις ελλείψεις τροφής, πολεμοφοδίων και όπλων, τους τραματισμούς και την απώλεια της υγείας. Από την εμπειρία αυτή προέκυπταν τα παράπονα και οι επικρίσεις των μαχητών. Ωστόσο ο ισχυρός και αδιαμφισβήτητος ηθικός και ψυχολογικός εξοπλισμός τους, που είχε προηγηθεί των πολέμων, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης της προέλασης. Σε αυτές τις μαρτυρίες οι μαχητές σχεδόν απολογούνταν για τη δημοσίευση των ταπεινών τους πονημάτων, επειδή πίστευαν ότι από άποψη ιστορική τα γραπτά τους δεν θα έχουν καμιά σπουδαιότητα. Οι εγγράμματοι πρωταγωνιστές -παρατηρεί η κ. Δημητρίου- αφηγήθηκαν τα των πολέμων σε μια γλώσσα μεικτή με τύπους της καθομιλουμένης και της καθαρεύουσας. Οι περισσότεροι μαχητές πάσχιζαν να εκφραστούν με ένα μέσο που τους στένευε και τους περιόριζε, για αυτό και παρατηρείται μεγάλη ποικιλία γλωσσικών αποκλίσεων.
ΚΛΙΜΑ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΥ
Από τις πρώτες στιγμές της επιστράτευσης επικρατούσε κλίμα ενθουσιασμού στις τάξεις των στρατιωτών. Τούτο διαφαίνεται στα σημειωματάρια αξιωματικών και οπλιτών, στα οποία αποτυπωνόταν το αίσθημα «υπέρτατης αγαλλιάσεως». Εφταναν οι επιστρατευμένοι σε μια Λάρισα «πλημμυρούσαν από κίνησιν ενθουσιώσαν, κέντρον αισιοδοξίας, θάρρους, αποφασιστικότητος». Η επικείμενη αναχώρηση για τη γραμμή των συνόρων προκαλούσε πυρετώδεις ετοιμασίες.Ιδού τι αναφέρει ο Γ. Φεσσόπουλος: «Πολλοί αξιωματικοί και οπλίται επιθυμούντες να μιμηθώσι τους Σπαρτιάτας λούονται και ξυρίζονται».
Στις μαρτυρίες αναφέρεται συχνά η παρουσία του Σπύρου Ματσούκα (1873-1928) σε όλα τα μέτωπα του πολέμου. Κανένας στρατιώτης δεν εξηγούσε στις σημειώσεις του ποιός ήταν ο Ματσούκας, γεγονός που φανέρωνε ότι ήδη με τον φλογερό πατριωτισμό του είχε κατακτήσει αυτός μια θέση στις καρδιές των περισσότερων πριν ακόμη από την έναρξη των πολέμων. Ο εθναπόστολος ποιητής ανέλαβε με την πολυσχιδή του δράση να εμψυχώσει τους φαντάρους. Εφτασε από τους πρώτους στα σύνορα για να προετοιμάσει τους στρατιώτες στον υπέρ πάντων αγώνα. Σε όλα τα πεδία των μαχών μοίραζε τσιγάρα, ενώ μετά την μάχη των Γιαννιτσών όρκισε τους στρατιώτες στη μνήμη των νεκρών συμπολεμιστών τους να μην υποχωρήσουν πριν απελευθερώσουν τους υπόδουλους αδελφούς. Στη Θεσσαλονίκη εισήλθε πανηγυρικά από τους πρώτους, απόθεσε το δαφνοστεφανωμένο όπλο του στην Αγία Τράπεζα του Ι. Ναού του Αγίου Μηνά και έψαλε το «Χριστός Ανέστη»!
«Μισοενδεδυμένοι, ασκεπείς, με παντούφλες, τρελοί από χαράν, ήλθαν είς τον καταυλισμόν μας και εναγκαλιζόμενοι ημάς εφώναζαν: Χριστός Ανέστη! Καλώς ήλθατε αδέλφια της ποθητής ελευθερίας!»
Κατά τη μάχη του Σαραντάπορου οι ελληνικές δυνάμεις -παρά τις απώλειές τους- κατήγαγαν σπουδαία νίκη. Οι Τούρκοι του χωριού Λειβάδι λύγισαν από την ορμητικότητα των ευζώνων και τράπηκαν σε φυγή. Ιδού ένα απόσπασμα από το πώς περιγράφει τον αντίκτυπο εκείνης της νίκης ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης, ο οποίος είχε πολεμήσει ως εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους: «Από μακράν ακούεται ο ήχος των εκκλησιών του Λειβαδίου, οι κάτοικοι του οποίου κλαίοντες από συγκίνησην σπεύδουν προς ημάς αναρριχωμενοι επί των βράχων. Είναι απερίγραπτον τι επηκολούθησε τότε. Μας περικυκλώνουν, μας σηκώνουν στα χέρια, φωνάζουν “Χριστός Ανέστη”, πετούν τα φέσια τους, τα σχίζουν, τα ποδοπατούν». Η επέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες με τις πόλεις και τα χωριά να περνούν σταδιακά σε ελληνικά χέρια.
Μετά και από την καθοριστική μάχη των Γιαννιτσών και τη νίκη των ελληνικών όπλων είχε ανοίξει ο δρόμος για την απελευθέρωση και της Θεσσαλονίκης. Τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου είχε διαδοθεί στους Έλληνες της Θεσσαλονίκης η είδηση ότι τμήματα του ελληνικού στρατού είχαν διανυκτερεύσει έξω από την πόλη.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έτρεξαν αμέσως στον καταυλισμό των ευζώνων, έτσι ώστε να αγκαλιάσουν και να επευφημήσουν τους Έλληνες αδελφούς τους.
Για το κλίμα που επικράτησε εκείνες τις στιγμές αναφέρεται και πάλι ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης:« Μισοενδεδυμένοι, ασκεπείς, με παντούφλες, τρελοί από χαράν, ήλθαν είς τον καταυλισμόν μας και εναγκαλιζόμενοι ημάς εφώναζαν: -Χριστός Ανέστη! Καλώς ήλθατε αδέλφια της ποθητής ελευθερίας!(…) Η επίσημος είσοδός μας είς την πόλιν είχε προσδιορισθεί δια την 2αν μ.μ. Από του καταυλισμού μας μέχρι του Διοικητηρίου, και από τούτου είς τους στρατώνες, επί τρείς ολόκληρους ώρας εβαδίζομεν αποθεωτικώς. Κυριολεκτικώς αλλόφρονες από ενθουσιασμόν οι κάτοικοι εζητωκραύγαζαν, εφώναζαν, ετραγουδούσαν Μακεδονικά τραγούδια. Από τας εξώστας, τα παράθυρα, τις στέγας, τα ικριώματα των κτιρίων, ερρίπτοντο ανθοδέσμαι, κουφέτα, περιστέρια, κορδέλλαι λευκαί και γαλάζιαι. Ήτο αδύνατον να βαδίσωμεν εισελθόντες είς την πόλιν. Όλοι ήθελον να βαδίσουν κοντά μας, όλοι κάτι να μας ρωτήσουν, όλοι να μας δώσουν το χέρι».
ΩΜΟΤΗΤΕΣ
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης ο ελληνικός στρατός συνέχισε να μάχεται στα εδάφη της Δυτικής Μακεδονίας και σε τμήματα της Βόρειας Ηπείρου. Οι μάχες που δόθηκαν ήταν ιδιαίτερα σκληρές αλλά και καθοριστικής σημασίας για την υποχώρηση των Τούρκων και την άλωση των Ιωαννίνων από τις ελληνικές μονάδες. Κατά τη διάρκεια των σφοδρών συγκρούσεων διαπράχθηκαν πολλές ωμότητες από πλευράς των Τούρκων, γεγονός που καταγράφηκε και στις σημειώσεις του αξιωματικού Νικόλαου Άρτη. Με αφορμή την εικόνα που παρουσίαζαν τα πτώματα των Ελλήνων πεζικάριων ο Άρτης έγραψε μεταξύ άλλων και τα εξής:« Όλα (σ.σ τα πτώματα) πρηνή γυμνά από της οσφύος και κάτω(…) όλα φρικωδώς και απανθρώπως ακρωτηριασμένα(…)προς της ιεροσύλου ταύτης εικόνος καταλαμβάνομαι υπό αισθημάτων αγνώστων μοι μέχρι της στιγμής εκείνης, υπό μίσους αγρίου εκδικήσεως. Τοιούτων αισθημάτων ουδέποτε έκρινον εμαυτόν ικανόν».
«ΗΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ, ΟΠΩΣ ΟΤΑΝ ΠΕΡΝΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΕΤΣΙ ΜΑΣ ΥΠΕΔΕΧΟΝΤΟ ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΙ»
Οι ελληνικές δυνάμεις προήλαυναν και σε περιοχές της Βορείου Ηπείρου, στα χωριά που αποτελούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς γινόμενοι δεκτοί με ενθουσιασμό.
Σε αυτό το σημείο αξίζει ν’ αναφερθεί ένα απόσπασμα από επιστολή του Κωνσταντίνου Μαυραντώνη: «Εντεύθεν των Ιωαννίνων νέος ενθουσιασμός, νέα ρίγη συγκινήσεως, νέα χαράς δάκρυα μας ανέμενον. Είναι τα συναντώμενα ελληνικώτατα χωριά. Μας υποδέχονται με σημαίες, με δάφνας, με βροντώδεις ζητωκραυγάς, κλαίοντες υπό χαράς οι μέχρι προ μικρού τρέμοντες προ του αιματηρού βλέμματος του τυράννου. Εν πράγμα μας λυπεί. Η απελπιστική λειψανδρία των χωρίων, αλλά τους άνδρας αναπληρούσιν οι γυναίκες. Πυροβολούσιν αύται υποδεχόμεναι τον στρατόν με τουρκικά μάουζερ, άτινα κατέλιπον οι εχθροί φεύγοντες πανικόβλητοι, Τούρκοι και Αλβανοί».
Ακόμη πιο συγκινητική είναι η επιστολή του Κωνσταντίνου Χριστοφίδη από το Αργυρόκαστρο το 1913: «Σας βεβαιώ ότι αυτή είναι η μεγαλύτερή μου δόξα, η ευχαρίστησις και ικανοποίησις. Ο σεβασμός και η τιμή που μας απένειμαν είναι ανώτερα πάσης περιγραφής και εκφράσεως. Ήτο προσκύνησις. Όπως όταν περνά μια εικόνα της Παναγίας, έτσι μας υπεδέχεντο γονατιστοί με σταυροκοπήματα, με κλάματα και υποκλίσεις. Πράγματι ο πατριωτισμός των είναι ακραιφνέστατος και η μόρφωσίς των ελληνικώτατη».
Και ενώ στα πεδία των μαχών η Ελλάδα είναι αναδειχθεί νικήτρια διαμορφώνοντας εδαφικά κεκτημένα, η εξέλιξη εντούτοις των διαπραγματεύσεων δεν ήταν ευνοϊκή για την πατρίδα μας. Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις ανέκτησαν -όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η κ. Δημητρίου στο βιβλίο της- τον έλεγχο των βαλκανικών πραγμάτων ανέτρεψαν αυτά τα δεδομένα. Αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους έθεσαν την Ελλάδα μπροστά σε πρωτοφανή διλήμματα, όπως η επιλογή ανάμεσα στη διατήρηση της κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου ή στη Βόρειο Ήπειρο. Στις 4 Δεκεμβρίου 1913 με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας καθορίστηκαν τα όρια του κράτους της Αλβανίας στα σημερινά περίπου σύνορα, σε βάρος της Ελλάδας, που αναγκάστηκε να αποσύρει τις στρατιωτικές της δυνάμεις από τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου.
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”